πεντηρικόν

πεντηρικόν
πεντήρης
quinquereme
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεντηρικός — ή, όν, Α [πεντήρης] 1. (για πλοίο) αυτός που έχει πέντε σειρές κουπιών 2. φρ. «πεντηρικὸν πλοῑον» πολεμικό πλοίο με πέντε σειρές κουπιών, πεντήρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”